- ἀποσιτίᾳ
- ἀποσιτίᾱͅ , ἀποσιτίαaversion to foodfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀποσιτία — ἀποσιτίᾱ , ἀποσιτία aversion to food fem nom/voc/acc dual ἀποσιτίᾱ , ἀποσιτία aversion to food fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποσιτία — ἀποσιτία, η (Α) 1. αποστροφή για την τροφή, ανορεξία 2. νηστεία … Dictionary of Greek
ἀποσιτίας — ἀποσιτίᾱς , ἀποσιτία aversion to food fem acc pl ἀποσιτίᾱς , ἀποσιτία aversion to food fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσιτίαι — ἀποσιτίᾱͅ , ἀποσιτία aversion to food fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσιτίαν — ἀποσιτίᾱν , ἀποσιτία aversion to food fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσιτιῶν — ἀποσιτία aversion to food fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσιτίαις — ἀποσιτία aversion to food fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσιτίη — ἀποσιτία aversion to food fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσιτίην — ἀποσιτία aversion to food fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσιτίης — ἀποσιτία aversion to food fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)